ευάγωγος

ευάγωγος
-η, -ο (ΑΜ εὐάγωγος, -ον)
αυτός που άγεται, οδηγείται εύκολα, ευκολομεταχείριστος, ευκολοκυβέρνητος, ευπειθής
νεοελλ.
1. αυτός που πείθεται εύκολα
2. το ουδ. ως ουσ. το ευάγωγο
η ιδιότητα τού ευαγώγου, τού ευπειθούς, αυτού που έχει καλή αγωγή
3. αυτός που έχει καλή και επιμελημένη αγωγή, ο καλοαναθρεμμένος
αρχ.
1. (για ίππο) αυτός που χαλιναγωγείται εύκολα
2. αυτός που εύκολα αποχωρεί από το σώμα («εὐαγωγότατος χυμός», Γαλ.)
3. (για τον Νείλο) ο χρήσιμος, αυτός που παρέχει ευκολίες στο εμπόριο
4. (για φωνή) αυτός που σύρεται εύκολα
5. (για άγαλμα) αυτός που έχει καλή, ευάρεστη μορφή
6. (για έδαφος ή για αγρό) α) αυτός που καλλιεργείται εύκολα
β) αυτός που είναι ευχάριστος για διαμονή
7. άνετος, βολικός («εὐάγωγοι ἐνδιαιτήσεις», Φίλ.).
επίρρ...
εὐαγώγως (Α)
1. με πνεύμα διευκολύνσεως ή συμβιβασμού
2. ευαγώς (βλ. ευαγής I).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αγωγος (< άγω), πρβλ. δυσ-άγωγος. Το ρ. ευάγω* είναι πολύ μεταγενέστερο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εὐαγωγός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐάγωγος — easily led masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαγωγότερον — εὐάγωγος easily led adverbial comp εὐάγωγος easily led masc acc comp sg εὐάγωγος easily led neut nom/voc/acc comp sg εὐαγωγός adverbial comp εὐαγωγός masc acc comp sg εὐαγωγός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαγωγοτέρῳ — εὐάγωγος easily led masc/neut dat comp sg εὐαγωγός masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαγωγότατος — εὐάγωγος easily led masc nom superl sg εὐαγωγός masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαγωγότεροι — εὐάγωγος easily led masc nom/voc comp pl εὐαγωγός masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαγώγως — εὐάγωγος easily led adverbial εὐάγωγος easily led masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐάγωγον — εὐάγωγος easily led masc/fem acc sg εὐάγωγος easily led neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαγώγοις — εὐάγωγος easily led masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαγώγοισι — εὐάγωγος easily led masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”